χαριτοκόσμητος
From LSJ
Greek (Liddell-Scott)
χᾰριτοκόσμητος: -ον, ὁ κεκοσμημένος ὑπὸ τῶν Χαρίτων, Μανασ. Χρον. 2623.
Greek Monolingual
-ον, Μ
στολισμένος από τις Χάριτες ή προικισμένος με χάρες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χάρις, -ιτος + -κόσμητος (< κοσμητός < κοσμῶ), πρβλ. εὐκόσμητος].