χασμουρητό: Difference between revisions
From LSJ
Ὁ δ' ἀνεξέταστος βίος οὐ βιωτὸς ἀνθρώπῳ → The unexamined life is not worth living
(46) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το, Ν<br /><b>1.</b> [[χάσμημα]]<br /><b>2.</b> (<b>με περιλπτ. σημ.</b>) αλλεπάλληλα χασμήματα («τί [[χασμουρητό]] [[είναι]] αυτό που μέ έπιασε»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χασμουριέμαι]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ητό</i> ( | |mltxt=το, Ν<br /><b>1.</b> [[χάσμημα]]<br /><b>2.</b> (<b>με περιλπτ. σημ.</b>) αλλεπάλληλα χασμήματα («τί [[χασμουρητό]] [[είναι]] αυτό που μέ έπιασε»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χασμουριέμαι]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ητό</i> ([[πρβλ]]. [[κυνηγητό]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 16:52, 11 May 2023
Greek Monolingual
το, Ν
1. χάσμημα
2. (με περιλπτ. σημ.) αλλεπάλληλα χασμήματα («τί χασμουρητό είναι αυτό που μέ έπιασε»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χασμουριέμαι + κατάλ. -ητό (πρβλ. κυνηγητό)].