ταυτομήκης: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source
(40)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-όμηκες, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει το ίδιο [[μήκος]] με άλλον<br /><b>2.</b> (για αριθμό) αυτός που προέρχεται από δύο ίσους παράγοντες, π.χ. <i>4x4</i>=<i>16</i>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ταὐτ</i>(<i>ο</i>)- / <i>ταυτ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>μήκης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μῆκος]]), <b>πρβλ.</b> <i>ἰδιο</i>-<i>μήκης</i>).
|mltxt=-όμηκες, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει το ίδιο [[μήκος]] με άλλον<br /><b>2.</b> (για αριθμό) αυτός που προέρχεται από δύο ίσους παράγοντες, π.χ. <i>4x4</i>=<i>16</i>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ταὐτ</i>(<i>ο</i>)- / <i>ταυτ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>μήκης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μῆκος]]), [[πρβλ]]. [[ἰδιομήκης]]).
}}
}}

Latest revision as of 16:35, 11 May 2023

Greek Monolingual

-όμηκες, Α
1. αυτός που έχει το ίδιο μήκος με άλλον
2. (για αριθμό) αυτός που προέρχεται από δύο ίσους παράγοντες, π.χ. 4x4=16.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταὐτ(ο)- / ταυτ(ο)- + -μήκης (< μῆκος), πρβλ. ἰδιομήκης).