χοντροχείλης: Difference between revisions

From LSJ

λίγεια μινύρεται θαμίζουσα μάλιστ' ἀηδών → the sweet-voiced nightingale mourns constantly, the sweet-voiced nightingale most loves to warble

Source
(46)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ικο, θηλ. και χοντροχειλού, Ν<br />αυτός που έχει χοντρά χείλη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χοντρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>χείλης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χείλι]]), <b>πρβλ.</b> <i>σφιχτο</i>-<i>χείλης</i>].
|mltxt=-α, -ικο, θηλ. και χοντροχειλού, Ν<br />αυτός που έχει χοντρά χείλη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χοντρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>χείλης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χείλι]]), [[πρβλ]]. [[σφιχτοχείλης]]].
}}
}}

Latest revision as of 12:10, 10 May 2023

Greek Monolingual

-α, -ικο, θηλ. και χοντροχειλού, Ν
αυτός που έχει χοντρά χείλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χοντρ(ο)- + -χείλης (< χείλι), πρβλ. σφιχτοχείλης].