χείλι

From LSJ

οὑδείς ἐλεύθερος ἐαυτοῦ μή κρατῶν → no one is free if he cannot command himself

Source

Greek Monolingual

το, Ν
το χείλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει σχηματιστεί από το όν. χεῖλος, μέσω ενός τ. πληθ. χείλη-α (αντί χείλη) > χείλια, κατά το σχήμα μάτι: μάτια (πρβλ. στήθι < στήθη-α < στήθος)].