υποψήφιος: Difference between revisions

From LSJ

Ἦθος προκρίνειν χρημάτων γαμοῦντα δεῖ → Ex moribus, non aere, nupturam aestima → Bewerte den Charakter nicht das Geld der Braut

Menander, Monostichoi, 211
(44)
 
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο / [[ὑποψήφιος]], -ον, ΝΜΑ<br />αυτός που επιδιώκει να καταλάβει ένα [[αξίωμα]] με [[ψηφοφορία]] («[[υποψήφιος]] [[βουλευτής]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (κατ. επέκτ.) αυτός που επιδιώκει να καταλάβει οποιαδήποτε [[θέση]] ή να επιτύχει ικανοποιητική [[αποκατάσταση]] (α. «[[υποψήφιος]] [[γαμπρός]]» β. «[[υποψήφιος]] [[διευθυντής]]»)<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[υποψήφιος]]·αυτός που έχει υποβάλει [[υποψηφιότητα]] («οι υποψήφιοι για την [[προεδρία]] ήταν πολλοί [[αλλά]] τελικά έμειναν μόνον δύο»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ψῆφος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιος</i>].
|mltxt=-α, -ο / [[ὑποψήφιος]], -ον, ΝΜΑ<br />αυτός που επιδιώκει να καταλάβει ένα [[αξίωμα]] με [[ψηφοφορία]] («[[υποψήφιος]] [[βουλευτής]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (κατ. επέκτ.) αυτός που επιδιώκει να καταλάβει οποιαδήποτε [[θέση]] ή να επιτύχει ικανοποιητική [[αποκατάσταση]] (α. «[[υποψήφιος]] [[γαμπρός]]» β. «[[υποψήφιος]] [[διευθυντής]]»)<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[υποψήφιος]]·αυτός που έχει υποβάλει [[υποψηφιότητα]] («οι υποψήφιοι για την [[προεδρία]] ήταν πολλοί [[αλλά]] τελικά έμειναν μόνον δύο»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ψῆφος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιος</i>].
}}
}}

Latest revision as of 11:30, 14 January 2019

Greek Monolingual

-α, -ο / ὑποψήφιος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που επιδιώκει να καταλάβει ένα αξίωμα με ψηφοφορίαυποψήφιος βουλευτής»)
νεοελλ.
1. (κατ. επέκτ.) αυτός που επιδιώκει να καταλάβει οποιαδήποτε θέση ή να επιτύχει ικανοποιητική αποκατάσταση (α. «υποψήφιος γαμπρός» β. «υποψήφιος διευθυντής»)
2. το αρσ. ως ουσ. ο υποψήφιος·αυτός που έχει υποβάλει υποψηφιότητα («οι υποψήφιοι για την προεδρία ήταν πολλοί αλλά τελικά έμειναν μόνον δύο»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ψῆφος + κατάλ. -ιος].