χαλκοειδής: Difference between revisions

(46)
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.")
 
(16 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=chalkoeidis
|Transliteration C=chalkoeidis
|Beta Code=xalkoeidh/s
|Beta Code=xalkoeidh/s
|Definition=ές, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">like copper, copper-coloured</b>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Col.</span>793a26</span>; μέλιτται <span class="bibl">Ael.<span class="title">NA</span>17.35</span>; ῥάβδοι <span class="bibl">D.S.17.90</span>, cf. Dsc.5.99. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> epith. of the <b class="b2">cuneiform</b> bone, <b class="b3">χ. ὀστέον, ὀστᾶ</b>, <span class="bibl"><span class="title">PLit.Lond.</span>167.16</span> (ii/iii A. D.), Gal.14.725.</span>
|Definition=χαλκοειδές,<br><span class="bld">A</span> [[like copper]], [[copper-coloured]], Arist.''Col.''793a26; μέλιτται Ael.''NA''17.35; ῥάβδοι [[Diodorus Siculus|D.S.]]17.90, cf. Dsc.5.99.<br><span class="bld">II</span> [[epithet]] of the [[cuneiform]] bone, <b class="b3">χ. ὀστέον, ὀστᾶ</b>, ''PLit.Lond.''167.16 (ii/iii A. D.), Gal.14.725.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1331.png Seite 1331]] ές, kupferähnlich, wie Erz; Ael. H. A. 17, 35; ῥάβδοι D. Sic. 17, 90.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1331.png Seite 1331]] ές, kupferähnlich, wie Erz; Ael. H. A. 17, 35; ῥάβδοι D. Sic. 17, 90.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />[[qui ressemble à de l'airain]].<br />'''Étymologie:''' [[χαλκός]], [[εἶδος]].
}}
{{elru
|elrutext='''χαλκοειδής:'''<br /><b class="num">1</b> [[похожий на медь]], [[цвета меди]] (οὐδὲ χ., οὐδὲ [[ἄλλην]] οὐδεμίαν ἔχων χροιάν Arst.);<br /><b class="num">2</b> [[словно из меди]] (ῥάβδοι Diod.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''χαλκοειδής''': -ές, [[ὅμοιος]] χαλκῷ, ἔχων τὸ [[χρῶμα]] τοῦ χαλκοῦ, Ἀριστ. π. Χρώμ. 3, 6· μέλιτται Αἰλ, π. Ζῴων 17. 35· ῥάβδοι Διόδ. 17. 90, πρβλ. Διόσκ. 5. 115.
|lstext='''χαλκοειδής''': -ές, [[ὅμοιος]] χαλκῷ, ἔχων τὸ [[χρῶμα]] τοῦ χαλκοῦ, Ἀριστ. π. Χρώμ. 3, 6· μέλιτται Αἰλ, π. Ζῴων 17. 35· ῥάβδοι Διόδ. 17. 90, πρβλ. Διόσκ. 5. 115.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />qui ressemble à de l’airain.<br />'''Étymologie:''' [[χαλκός]], [[εἶδος]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> όμοιος με χαλκό<br /><b>2.</b> ([[ιδίως]]) αυτός που έχει το [[χρώμα]] του χαλκού<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[χαλκοειδής]]<br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] υμενόπτερων εντόμων της οικογένειας [[χρυσομηλίδες]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <b>βλ.</b> [[χαλκοειδή]]<br />(αρχ) [[χαρακτηρισμός]] του σφηνοειδούς οστού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χαλκ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i>. Ως επιστημον. όρος της νεοελλ. η λ. [[είναι]] αντιδάνεια, <b>πρβλ.</b> νεολατ. <i>chalcoides</i>].
|mltxt=-ές, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> όμοιος με χαλκό<br /><b>2.</b> ([[ιδίως]]) αυτός που έχει το [[χρώμα]] του χαλκού<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[χαλκοειδής]]<br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] υμενόπτερων εντόμων της οικογένειας [[χρυσομηλίδες]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <b>βλ.</b> [[χαλκοειδή]]<br />(αρχ) [[χαρακτηρισμός]] του σφηνοειδούς οστού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χαλκ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i>. Ως επιστημον. όρος της νεοελλ. η λ. [[είναι]] αντιδάνεια, <b>πρβλ.</b> νεολατ. <i>chalcoides</i>].
}}
}}

Latest revision as of 07:45, 27 March 2024

English (LSJ)

χαλκοειδές,
A like copper, copper-coloured, Arist.Col.793a26; μέλιτται Ael.NA17.35; ῥάβδοι D.S.17.90, cf. Dsc.5.99.
II epithet of the cuneiform bone, χ. ὀστέον, ὀστᾶ, PLit.Lond.167.16 (ii/iii A. D.), Gal.14.725.

German (Pape)

[Seite 1331] ές, kupferähnlich, wie Erz; Ael. H. A. 17, 35; ῥάβδοι D. Sic. 17, 90.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui ressemble à de l'airain.
Étymologie: χαλκός, εἶδος.

Russian (Dvoretsky)

χαλκοειδής:
1 похожий на медь, цвета меди (οὐδὲ χ., οὐδὲ ἄλλην οὐδεμίαν ἔχων χροιάν Arst.);
2 словно из меди (ῥάβδοι Diod.).

Greek (Liddell-Scott)

χαλκοειδής: -ές, ὅμοιος χαλκῷ, ἔχων τὸ χρῶμα τοῦ χαλκοῦ, Ἀριστ. π. Χρώμ. 3, 6· μέλιτται Αἰλ, π. Ζῴων 17. 35· ῥάβδοι Διόδ. 17. 90, πρβλ. Διόσκ. 5. 115.

Greek Monolingual

-ές, ΝΜΑ
1. όμοιος με χαλκό
2. (ιδίως) αυτός που έχει το χρώμα του χαλκού
νεοελλ.
1. το αρσ. ως ουσ. ο χαλκοειδής
ζωολ. γένος υμενόπτερων εντόμων της οικογένειας χρυσομηλίδες
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) βλ. χαλκοειδή
(αρχ) χαρακτηρισμός του σφηνοειδούς οστού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο)- + -ειδής. Ως επιστημον. όρος της νεοελλ. η λ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. νεολατ. chalcoides].