χαλκοειδή
From LSJ
ἐπὶ τῷ μὴ κοινωνικῶς χρῆσθαι τοῖς εὐτυχήμασι → for not having used their success in a spirit of partnership
Greek Monolingual
τα, Ν
ζωολ. υπεροικογένεια υμενόπτερων εντόμων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. chalcoidea < χαλκός + -ειδής].