τελεσίδικος: Difference between revisions

From LSJ

Ζήτει γυναῖκα σύμμαχον τῶν πραγμάτων → Quaere adiuvamen rebus uxorem tuis → Als Partnerin im Leben such dir eine Frau

Menander, Monostichoi, 199
(41)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο, Ν<br /><b>(νομ.)</b><br /><b>1.</b> οριστικά δικασμένος, μη επιδεχόμενος τακτικό ένδικο [[μέσο]], [[ανέκκλητος]] («τελεσίδικη [[απόφαση]]»)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το τελεσίδικο</i>(<i>ν</i>)<br />η [[τελεσιδικία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>τελεσι</i>- (<b>βλ. λ.</b> [[τέλος]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>δικος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δίκη]]), <b>πρβλ.</b> <i>φιλό</i>-<i>δικος</i>].
|mltxt=-η, -ο, Ν<br /><b>(νομ.)</b><br /><b>1.</b> οριστικά δικασμένος, μη επιδεχόμενος τακτικό ένδικο [[μέσο]], [[ανέκκλητος]] («τελεσίδικη [[απόφαση]]»)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το τελεσίδικο</i>(<i>ν</i>)<br />η [[τελεσιδικία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>τελεσι</i>- (<b>βλ. λ.</b> [[τέλος]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>δικος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δίκη]]), [[πρβλ]]. [[φιλόδικος]]].
}}
}}

Latest revision as of 11:50, 10 May 2023

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
(νομ.)
1. οριστικά δικασμένος, μη επιδεχόμενος τακτικό ένδικο μέσο, ανέκκλητος («τελεσίδικη απόφαση»)
2. το ουδ. ως ουσ. το τελεσίδικο(ν)
η τελεσιδικία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τελεσι- (βλ. λ. τέλος) + -δικος (< δίκη), πρβλ. φιλόδικος].