τελεσιδικία
From LSJ
ἄνω ποταμῶν ἱερῶν χωροῦσι παγαί → the springs of sacred rivers flow upward, backward to their sources flow the streams of holy rivers
Greek Monolingual
η, Ν
(νομ.) το τυπικό δεδικασμένο, με βάση το οποίο μια πρωτόδικη δικαστική απόφαση καθίσταται απρόσβλητη από τα τακτικά ένδικα μέσα της έφεσης και της ανακοπής ερημοδικίας και αρχίζουν κατά κανόνα να ισχύουν οι συνέπειες της έκδοσής της.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τελεσίδικος. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες.].