τερψίθυμος: Difference between revisions
From LSJ
(41) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο / [[τερψίθυμος]], -ον, ΝΜ, και [[τερψόθυμος]], -ον, Μ<br />αυτός που τέρπει την [[ψυχή]], [[ευχάριστος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>τερψι</i>- του [[τέρπω]], σύνθ. του τύπου [[τερψίμβροτος]] (<b>πρβλ.</b> <i>τέρψω</i>, [[τέρψις]]) <span style="color: red;">+</span> [[θυμός]] ( | |mltxt=-η, -ο / [[τερψίθυμος]], -ον, ΝΜ, και [[τερψόθυμος]], -ον, Μ<br />αυτός που τέρπει την [[ψυχή]], [[ευχάριστος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>τερψι</i>- του [[τέρπω]], σύνθ. του τύπου [[τερψίμβροτος]] (<b>πρβλ.</b> <i>τέρψω</i>, [[τέρψις]]) <span style="color: red;">+</span> [[θυμός]] ([[πρβλ]]. [[δηξίθυμος]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 16:33, 11 May 2023
Greek Monolingual
-η, -ο / τερψίθυμος, -ον, ΝΜ, και τερψόθυμος, -ον, Μ
αυτός που τέρπει την ψυχή, ευχάριστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τερψι- του τέρπω, σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος (πρβλ. τέρψω, τέρψις) + θυμός (πρβλ. δηξίθυμος)].