τριγυρίστρα: Difference between revisions

From LSJ

ἤπειρον εἰς ἄπειρον ἐκβάλλων πόδα → departing to the limitless mainland

Source
(41)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[τρογυρίστρα]], η, Ν<br /><b>1.</b> [[γυναίκα]] [[χωρίς]] ασχολίες που γυρνά στους δρόμους ή σε γνωστά της σπίτια για να περάσει την ώρα της<br /><b>2.</b> [[πυώδης]] [[φλεγμονή]] που παρουσιάζεται στην [[άκρη]] τών δακτύλων, αλλ. [[καλαγκάθι]], [[μεθύστρα]], κοσκινήστρα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τριγυρίζω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τρα</i> (<b>πρβλ.</b> <i>σφουγγαρίσ</i>-<i>τρα</i>)].
|mltxt=και [[τρογυρίστρα]], η, Ν<br /><b>1.</b> [[γυναίκα]] [[χωρίς]] ασχολίες που γυρνά στους δρόμους ή σε γνωστά της σπίτια για να περάσει την ώρα της<br /><b>2.</b> [[πυώδης]] [[φλεγμονή]] που παρουσιάζεται στην [[άκρη]] τών δακτύλων, αλλ. [[καλαγκάθι]], [[μεθύστρα]], κοσκινήστρα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τριγυρίζω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τρα</i> ([[πρβλ]]. [[σφουγγαρίστρα]])].
}}
}}

Latest revision as of 16:35, 11 May 2023

Greek Monolingual

και τρογυρίστρα, η, Ν
1. γυναίκα χωρίς ασχολίες που γυρνά στους δρόμους ή σε γνωστά της σπίτια για να περάσει την ώρα της
2. πυώδης φλεγμονή που παρουσιάζεται στην άκρη τών δακτύλων, αλλ. καλαγκάθι, μεθύστρα, κοσκινήστρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τριγυρίζω + κατάλ. -τρα (πρβλ. σφουγγαρίστρα)].