υστέρημα: Difference between revisions
From LSJ
Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)
(44) |
m (Text replacement - "αὐτοῡ" to "αὐτοῦ") |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το / [[ὑστέρημα]], -ήματος, ΝΜΑ [[ὑστερῶ]]<br /><b>1.</b> [[έλλειψη]], [[έλλειμμα]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «από το ὑστέρημά μου» και «ἐκ | |mltxt=το / [[ὑστέρημα]], -ήματος, ΝΜΑ [[ὑστερῶ]]<br /><b>1.</b> [[έλλειψη]], [[έλλειμμα]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «από το ὑστέρημά μου» και «ἐκ τοῦ ὑστερήματος» — από εκείνο που [[μόλις]] μού φτάνει, που [[μόλις]] επαρκεί για την συντήρησἠ μου<br /><b>αρχ.</b><br />[[ένδεια]], [[ανάγκη]] («φοβήθητε τὸν κύριον πάντες οἱ ἄγιοι αὐτοῦ, ὅτι οὐκ ἔστιν [[ὑστέρημα]] τοῖς φοβουμένοις αὐτόν», ΠΔ). | ||
}} | }} |
Latest revision as of 19:15, 1 January 2022
Greek Monolingual
το / ὑστέρημα, -ήματος, ΝΜΑ ὑστερῶ
1. έλλειψη, έλλειμμα
2. φρ. «από το ὑστέρημά μου» και «ἐκ τοῦ ὑστερήματος» — από εκείνο που μόλις μού φτάνει, που μόλις επαρκεί για την συντήρησἠ μου
αρχ.
ένδεια, ανάγκη («φοβήθητε τὸν κύριον πάντες οἱ ἄγιοι αὐτοῦ, ὅτι οὐκ ἔστιν ὑστέρημα τοῖς φοβουμένοις αὐτόν», ΠΔ).