αεριόφως: Difference between revisions

From LSJ

Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir

Menander, Monostichoi, 190
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(-ωτος), το<br /><b>1.</b> το φως που παράγεται από το [[φωταέριο]]<br /><b>2.</b> το ίδιο το [[φωταέριο]] (αλλ. [[γκάζι]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αέριο]] <span style="color: red;">+</span> <i>φως</i><br />[[απόδοση]] στα Ελληνικά ξέν. όρου, πρβλ. αγγλ. <i>gaslight</i>].
|mltxt=(-ωτος), το<br /><b>1.</b> το φως που παράγεται από το [[φωταέριο]]<br /><b>2.</b> το ίδιο το [[φωταέριο]] (αλλ. [[γκάζι]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αέριο]] <span style="color: red;">+</span> <i>φως</i><br />[[απόδοση]] στα Ελληνικά ξέν. όρου, πρβλ. αγγλ. <i>gaslight</i>].
}}
}}

Latest revision as of 22:40, 29 December 2020

Greek Monolingual

(-ωτος), το
1. το φως που παράγεται από το φωταέριο
2. το ίδιο το φωταέριο (αλλ. γκάζι).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αέριο + φως
απόδοση στα Ελληνικά ξέν. όρου, πρβλ. αγγλ. gaslight].