αμυγδάλα: Difference between revisions

From LSJ

ὕδωρ δὲ πίνων οὐδὲν ἂν τέκοι σοφόν → by drinking water you would never create anything great

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[μυγδάλα]], η<br /><b>1.</b> ο [[καρπός]] της αμυγδαλιάς<br /><b>2.</b> το [[δέντρο]] [[αμυγδαλιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αρχ. [[ἀμυγδάλη]]. Για τον μεταπλασμό της καταλήξεως πρβλ. [[ἀθερίνη]]: αθερίνα].
|mltxt=και [[μυγδάλα]], η<br /><b>1.</b> ο [[καρπός]] της αμυγδαλιάς<br /><b>2.</b> το [[δέντρο]] [[αμυγδαλιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> αρχ. [[ἀμυγδάλη]]. Για τον μεταπλασμό της καταλήξεως πρβλ. [[ἀθερίνη]]: αθερίνα].
}}
}}

Latest revision as of 23:30, 29 December 2020

Greek Monolingual

και μυγδάλα, η
1. ο καρπός της αμυγδαλιάς
2. το δέντρο αμυγδαλιά.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αρχ. ἀμυγδάλη. Για τον μεταπλασμό της καταλήξεως πρβλ. ἀθερίνη: αθερίνα].