αμυγδάλα
From LSJ
Ὁ μὲν βίος βραχύς, ἡ δὲ τέχνη μακρή, ὁ δὲ καιρὸς ὀξύς, ἡ δὲ πεῖρα σφαλερή, ἡ δὲ κρίσις χαλεπή → Life is short, art long, opportunity fleeting, experience misleading and judgment difficult
Ὁ μὲν βίος βραχύς, ἡ δὲ τέχνη μακρή, ὁ δὲ καιρὸς ὀξύς, ἡ δὲ πεῖρα σφαλερή, ἡ δὲ κρίσις χαλεπή → Life is short, art long, opportunity fleeting, experience misleading and judgment difficult
και μυγδάλα, η
1. ο καρπός της αμυγδαλιάς
2. το δέντρο αμυγδαλιά.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αρχ. ἀμυγδάλη. Για τον μεταπλασμό της καταλήξεως πρβλ. ἀθερίνη: αθερίνα].