Ποντοπόρεια: Difference between revisions

From LSJ

Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau

Menander, Monostichoi, 215
(6)
(1b)
 
Line 4: Line 4:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''Ποντοπόρεια:''' ἡ, η Νηρηΐδα, αυτή που διασχίζει τη [[θάλασσα]], σε Ησίοδ.
|lsmtext='''Ποντοπόρεια:''' ἡ, η Νηρηΐδα, αυτή που διασχίζει τη [[θάλασσα]], σε Ησίοδ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=Ποντο-πόρεια, ἡ,<br />a [[Nereid]], Sea-traverser, Hes.
}}
}}

Latest revision as of 00:05, 10 January 2019

Greek (Liddell-Scott)

Ποντοπόρεια: ἡ, Νηρηΐς τις, οἱονεὶ ἡ τὴν θάλασσαν διερχομένη, ποντοπόρος, Ἡσ. Θ. 256· μεταγεν. ὡς ἐπίθετον, ποιητ. θηλ. τοῦ ποντοπόρος, Γρηγ. Ναζ. ΙΙ. ποντοπορία, ἡ, ἡ διὰ θαλάσσης πορεία, Ἐπιφάν. 275D, κατά τινας γράφεται ποντοπορεία ἐκ τοῦ ποντοπορεύω.

Greek Monotonic

Ποντοπόρεια: ἡ, η Νηρηΐδα, αυτή που διασχίζει τη θάλασσα, σε Ησίοδ.

Middle Liddell

Ποντο-πόρεια, ἡ,
a Nereid, Sea-traverser, Hes.