προΐει: Difference between revisions

From LSJ

μὴ εἰσενέγκῃς ἡμᾶς εἰς πειρασμόν → lead us not into temptation

Source
(6)
(4)
 
Line 4: Line 4:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προΐει:''' = <i>προίησι</i>, γʹ ενικ. του <i>προΐημι</i>· προίειν, σε Αττ. παρατ., προϊείς, μτχ.
|lsmtext='''προΐει:''' = <i>προίησι</i>, γʹ ενικ. του <i>προΐημι</i>· προίειν, σε Αττ. παρατ., προϊείς, μτχ.
}}
{{elru
|elrutext='''προΐει:''' эп. 3 л. sing. praes. и impf. к [[προΐημι]].
}}
}}

Latest revision as of 02:52, 1 January 2019

French (Bailly abrégé)

3ᵉ sg. prés. ind. épq. de προΐημι;
3ᵉ sg. impf. ion. et att. de προΐημι.

Greek Monotonic

προΐει: = προίησι, γʹ ενικ. του προΐημι· προίειν, σε Αττ. παρατ., προϊείς, μτχ.

Russian (Dvoretsky)

προΐει: эп. 3 л. sing. praes. и impf. к προΐημι.