κτεατιστός: Difference between revisions

From LSJ

μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale

Source
(5)
(1ba)
 
Line 7: Line 7:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κτεᾰτιστός:''' -ή, -όν, αποκτημένος, κεκτημένος, σε Ανθ.
|lsmtext='''κτεᾰτιστός:''' -ή, -όν, αποκτημένος, κεκτημένος, σε Ανθ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=κτεᾰτιστός, ή, όν<br />gotten, [[acquired]], Anth.
}}
}}

Latest revision as of 03:10, 10 January 2019

Greek (Liddell-Scott)

κτεᾰτιστός: -ή, -όν, κτηθείς, Ἐπιγρ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 1187. (Ἀνθ. Π. παράρτ. 229)· ἀλλ’ ὁ Βöckh ἀναγινώσκει κτεάτεσσιν.

Greek Monolingual

κτεατιστός, -ή, -όν (Α) κτεατίζω
επιγρ. αυτός που αποκτήθηκε, που κερδήθηκε, αποκτημένος, κερδισμένος.

Greek Monotonic

κτεᾰτιστός: -ή, -όν, αποκτημένος, κεκτημένος, σε Ανθ.

Middle Liddell

κτεᾰτιστός, ή, όν
gotten, acquired, Anth.