μεσαμβρινός: Difference between revisions

From LSJ

εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι → excluding death and maiming, short of death or maiming

Source
(5)
m (pape replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ2
|Full diacritics=μεσαμβρινός
|Medium diacritics=μεσαμβρινός
|Low diacritics=μεσαμβρινός
|Capitals=ΜΕΣΑΜΒΡΙΝΟΣ
|Transliteration A=mesambrinós
|Transliteration B=mesambrinos
|Transliteration C=mesamvrinos
|Beta Code=mesambrino/s
|Definition=v. [[μεσημβρινός]].
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μεσαμβρινός]], -ά, -όν (Α)<br />(<b>δωρ. τ.</b>) <b>βλ.</b> [[μεσημβρινός]].
|mltxt=[[μεσαμβρινός]], -ά, -όν (Α)<br />(<b>δωρ. τ.</b>) <b>βλ.</b> [[μεσημβρινός]].
Line 4: Line 15:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μεσαμβρῐνός:''' μεσ-αμέριος, Δωρ. αντί <i>μεσ-ημ-</i>.
|lsmtext='''μεσαμβρῐνός:''' μεσ-αμέριος, Δωρ. αντί <i>μεσ-ημ-</i>.
}}
{{pape
|ptext=ion. = [[μεσημβρινός]].
}}
}}

Latest revision as of 17:04, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεσαμβρινός Medium diacritics: μεσαμβρινός Low diacritics: μεσαμβρινός Capitals: ΜΕΣΑΜΒΡΙΝΟΣ
Transliteration A: mesambrinós Transliteration B: mesambrinos Transliteration C: mesamvrinos Beta Code: mesambrino/s

English (LSJ)

v. μεσημβρινός.

Greek Monolingual

μεσαμβρινός, -ά, -όν (Α)
(δωρ. τ.) βλ. μεσημβρινός.

Greek Monotonic

μεσαμβρῐνός: μεσ-αμέριος, Δωρ. αντί μεσ-ημ-.

German (Pape)

ion. = μεσημβρινός.