προείρηκα: Difference between revisions

From LSJ

τάλαιναι κόραι Φαέθοντος οἴκτῳ δακρύων τὰς ἠλεκτροφαεῖς αὐγάς → girls, in grief for Phaethon, drop the amber radiance of their tears

Source
(6)
 
(nl)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προείρηκα:''' παρακ. του [[προερέω]]· [[προειρήσομαι]], Παθ. μέλ.
|lsmtext='''προείρηκα:''' παρακ. του [[προερέω]]· [[προειρήσομαι]], Παθ. μέλ.
}}
{{elru
|elrutext='''προείρηκα:''' pf. к [[προαγορεύω]].
}}
{{elnl
|elnltext=προείρηκα indic. perf. act. van* προείρω.
}}
}}

Latest revision as of 08:12, 1 January 2019

Greek Monotonic

προείρηκα: παρακ. του προερέω· προειρήσομαι, Παθ. μέλ.

Russian (Dvoretsky)

προείρηκα: pf. к προαγορεύω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προείρηκα indic. perf. act. van* προείρω.