ἥν: Difference between revisions

From LSJ

τὰ ἐς τὴν κοιλίην ἀποκρινόμενα → gastric secretions

Source
(4)
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext=)(.*)(\n}}\n{{elru\n\|elrutext=)(.*)}}" to "$1$2<br />$4}}")
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 4: Line 4:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἥν:''' αιτ. ενικ. θηλ. της αναφορ. αντων. <i>ὅς</i> και της κτητ. αντων. <i>ὅς</i>, [[ἑός]].
|lsmtext='''ἥν:''' αιτ. ενικ. θηλ. της αναφορ. αντων. <i>ὅς</i> και της κτητ. αντων. <i>ὅς</i>, [[ἑός]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἥν:'''<br /><b class="num">I</b> acc. sing. к ἥ (f к ὅς).<br />'''ἥν:''' <b class="num">II</b> поэт. (= ἑήν) acc. sing. к [[ἑός]].
}}
}}

Latest revision as of 22:42, 23 March 2024

French (Bailly abrégé)

acc. sg. fém. de ὅς, ἥ, ὅ;
poét. p. ἑήν, acc. sg. fém. de ἑός.

Greek Monotonic

ἥν: αιτ. ενικ. θηλ. της αναφορ. αντων. ὅς και της κτητ. αντων. ὅς, ἑός.

Russian (Dvoretsky)

ἥν:
I acc. sing. к ἥ (f к ὅς).
ἥν: II поэт. (= ἑήν) acc. sing. к ἑός.