ἰγνύς: Difference between revisions

From LSJ

τὸ θέλημά σου τὸ ἀγαθὸν καὶ τέλειον, πάτερ → your good and perfect will, Father

Source
(5)
(1ab)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 7: Line 7:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἰγνύς:''' -ύος, ἡ, = το προηγ., από δοτ. πληθ. <i>ἰγνύσι</i>, σε Ομηρ. Ύμν.· αιτ. <i>ἰγνύν</i>, σε Θεόκρ. (άγν. προέλ.).
|lsmtext='''ἰγνύς:''' -ύος, ἡ, = το προηγ., από δοτ. πληθ. <i>ἰγνύσι</i>, σε Ομηρ. Ύμν.· αιτ. <i>ἰγνύν</i>, σε Θεόκρ. (άγν. προέλ.).
}}
{{elru
|elrutext='''ἰγνύς:''' ύος ἡ (acc. ἰγνύν и ἴγνυα) HH, Arst. = [[ἰγνύα]].
}}
{{etym
|etymtx=See also: s. [[ἰκνύς]]
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἰγνύς]], ύος = [[ἰγνύα]] [dat. pl. ἰγνύσι Hhymn.] [acc. [[ἰγνύα]] Theocr.] [Deriv. [[unknown]].]
}}
}}

Latest revision as of 23:30, 9 January 2019

German (Pape)

[Seite 1235] ύος, ἡ, = ἰγνύα, H. h. Merc. 152; accus. auch ἰγνύα, für ἰγνύν, Theocr. 26, 17; vgl. Arist. H. A. 3, 5.

Greek Monolingual

η (Α ἰγνύς, -ύος)
η ιγνύα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υστερογενής τ. κατά το οσφύς και άλλες ονομασίες μελών σώματος].

Greek Monotonic

ἰγνύς: -ύος, ἡ, = το προηγ., από δοτ. πληθ. ἰγνύσι, σε Ομηρ. Ύμν.· αιτ. ἰγνύν, σε Θεόκρ. (άγν. προέλ.).

Russian (Dvoretsky)

ἰγνύς: ύος ἡ (acc. ἰγνύν и ἴγνυα) HH, Arst. = ἰγνύα.

Frisk Etymological English

See also: s. ἰκνύς

Middle Liddell

ἰγνύς, ύος = ἰγνύα [dat. pl. ἰγνύσι Hhymn.] [acc. ἰγνύα Theocr.] [Deriv. unknown.]