περίσχεο: Difference between revisions

From LSJ

ἑρμηνεία διὰ τῆς ὀνομασίας → expression by means of language

Source
(6)
(3b)
 
Line 7: Line 7:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''περίσχεο:''' Επικ. προστ. Μέσ. αορ. βʹ του [[περιέχω]].
|lsmtext='''περίσχεο:''' Επικ. προστ. Μέσ. αορ. βʹ του [[περιέχω]].
}}
{{elru
|elrutext='''περίσχεο:''' эп. 2 л. sing. imper. med. к [[περιέχω]].
}}
}}

Latest revision as of 02:08, 1 January 2019

French (Bailly abrégé)

2ᵉ sg. impér. ao.2 Moy. de περιέχω.

English (Autenrieth)

see περιέχω.

Greek Monotonic

περίσχεο: Επικ. προστ. Μέσ. αορ. βʹ του περιέχω.

Russian (Dvoretsky)

περίσχεο: эп. 2 л. sing. imper. med. к περιέχω.