ὠθίζομαι: Difference between revisions

From LSJ

ὁ δὲ πείσεται εἰς ἀγαθόν περ → he will obey you to his profit, he will obey you for his own good end

Source
(6)
 
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὠθίζομαι:''' Παθ., όπως το [[ὠστίζομαι]], σπρώχνομαι ο [[ένας]] με τον άλλον, [[συνωστίζομαι]], [[διαγωνίζομαι]], σε Λουκ.· μεταφ., [[φιλονικώ]], σε Ηρόδ.
|lsmtext='''ὠθίζομαι:''' Παθ., όπως το [[ὠστίζομαι]], σπρώχνομαι ο [[ένας]] με τον άλλον, [[συνωστίζομαι]], [[διαγωνίζομαι]], σε Λουκ.· μεταφ., [[φιλονικώ]], σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὠθίζομαι:'''<br /><b class="num">1</b> [[толкать друг друга]], [[толкаться]] Luc.;<br /><b class="num">2</b> [[пререкаться]], [[ссориться]] Luc.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ὠθίζομαι]],<br />Pass., like [[ὠστίζομαι]], to [[push]] [[against]] one [[another]], justle, [[struggle]], Luc.:—metaph. to [[wrangle]], Hdt.
}}
}}

Latest revision as of 18:53, 25 November 2022

Greek Monotonic

ὠθίζομαι: Παθ., όπως το ὠστίζομαι, σπρώχνομαι ο ένας με τον άλλον, συνωστίζομαι, διαγωνίζομαι, σε Λουκ.· μεταφ., φιλονικώ, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

ὠθίζομαι:
1 толкать друг друга, толкаться Luc.;
2 пререкаться, ссориться Luc.

Middle Liddell

ὠθίζομαι,
Pass., like ὠστίζομαι, to push against one another, justle, struggle, Luc.:—metaph. to wrangle, Hdt.