ἀποσφραίνω: Difference between revisions

From LSJ

διαμεμαστιγωμένην καὶ οὐλῶν μεστὴν ὑπὸ ἐπιορκιῶν καὶ ἀδικίας → striped all over with the scourge, and a mass of wounds, the work of perjuries and injustice

Source
(1b)
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=aposfraino
|Transliteration C=aposfraino
|Beta Code=a)posfrai/nw
|Beta Code=a)posfrai/nw
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">make to smell</b>, <b class="b3">γλήχωνι αὑτὸν ἀποσφραίνει</b> he <b class="b2">gives</b> himself <b class="b2">a whiff of</b> pennyroyal, <span class="title">AP</span>11.165 (Lucill.), cf. <span class="bibl">Sor.2.85</span>, <span class="bibl">Orib. 8.6.1</span>:—Pass., ἥρμοσεν ἀποσφρανθέν <b class="b2">when smelt at</b>, Dsc.1.54.</span>
|Definition=[[make to smell]], <b class="b3">γλήχωνι αὑτὸν ἀποσφραίνει</b> he [[gives]] himself a [[whiff]] of [[pennyroyal]], ''AP''11.165 (Lucill.), cf. Sor.2.85, Orib. 8.6.1:—Pass., ἥρμοσεν ἀποσφρανθέν [[when smelt at]], Dsc.1.54.
}}
{{DGE
|dgtxt=[[hacer oler]], [[perfumar]] γλήχωνι ... αὑτόν ἀποσφραίνει <i>AP</i> 11.165 (Lucill.), cf. Sor.149.25, Orib.8.6.1, en v. pas. (κρόκινον) ἀποσφρανθέν Dsc.1.54.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀποσφραίνω''': [[κάμνω]] τι νὰ ἔχῃ τὴν ὀσμὴν τινος, οὐ γλήχωνι Κρίτων ὁ [[φιλάργυρος]], ἀλλὰ διχάλκῳ αὑτὸν ἀποσφραίνει, δίδει εἰς ἑαυτὸν ὀσμὴν διχάλκου, Ἀνθ. Π. 11. 165: ― Παθ., ἐπὶ φρενιτικῶν ἁρμόζει ἀποσφραινόμενον, νὰ τὸ ὀσφραίνωνται, Διοσκορ. 1. 64.
|lstext='''ἀποσφραίνω''': [[κάμνω]] τι νὰ ἔχῃ τὴν ὀσμὴν τινος, οὐ γλήχωνι Κρίτων ὁ [[φιλάργυρος]], ἀλλὰ διχάλκῳ αὑτὸν ἀποσφραίνει, δίδει εἰς ἑαυτὸν ὀσμὴν διχάλκου, Ἀνθ. Π. 11. 165: ― Παθ., ἐπὶ φρενιτικῶν ἁρμόζει ἀποσφραινόμενον, νὰ τὸ ὀσφραίνωνται, Διοσκορ. 1. 64.
}}
{{DGE
|dgtxt=[[hacer oler]], [[perfumar]] γλήχωνι ... αὑτόν ἀποσφραίνει <i>AP</i> 11.165 (Lucill.), cf. Sor.149.25, Orib.8.6.1, en v. pas. (κρόκινον) ἀποσφρανθέν Dsc.1.54.
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἀποσφραίνω:''' натирать духами, душить (αὑτόν τινι Anth.).
|elrutext='''ἀποσφραίνω:''' [[натирать духами]], [[душить]] (αὑτόν τινι Anth.).
}}
}}

Latest revision as of 10:50, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποσφραίνω Medium diacritics: ἀποσφραίνω Low diacritics: αποσφραίνω Capitals: ΑΠΟΣΦΡΑΙΝΩ
Transliteration A: aposphraínō Transliteration B: aposphrainō Transliteration C: aposfraino Beta Code: a)posfrai/nw

English (LSJ)

make to smell, γλήχωνι αὑτὸν ἀποσφραίνει he gives himself a whiff of pennyroyal, AP11.165 (Lucill.), cf. Sor.2.85, Orib. 8.6.1:—Pass., ἥρμοσεν ἀποσφρανθέν when smelt at, Dsc.1.54.

Spanish (DGE)

hacer oler, perfumar γλήχωνι ... αὑτόν ἀποσφραίνει AP 11.165 (Lucill.), cf. Sor.149.25, Orib.8.6.1, en v. pas. (κρόκινον) ἀποσφρανθέν Dsc.1.54.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποσφραίνω: κάμνω τι νὰ ἔχῃ τὴν ὀσμὴν τινος, οὐ γλήχωνι Κρίτων ὁ φιλάργυρος, ἀλλὰ διχάλκῳ αὑτὸν ἀποσφραίνει, δίδει εἰς ἑαυτὸν ὀσμὴν διχάλκου, Ἀνθ. Π. 11. 165: ― Παθ., ἐπὶ φρενιτικῶν ἁρμόζει ἀποσφραινόμενον, νὰ τὸ ὀσφραίνωνται, Διοσκορ. 1. 64.

Russian (Dvoretsky)

ἀποσφραίνω: натирать духами, душить (αὑτόν τινι Anth.).