δυσαπαλλαξία: Difference between revisions

From LSJ

ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → if we have money, then we will have friends | if we have money, we shall have friends

Source
(2)
m (pape replacement)
 
Line 4: Line 4:
{{elru
{{elru
|elrutext='''δυσαπαλλαξία:''' v. l. = [[δυσαπαλλακτία]].
|elrutext='''δυσαπαλλαξία:''' v. l. = [[δυσαπαλλακτία]].
}}
{{pape
|ptext=ἡ, nach Lobeck <i>Phryn</i>. p. 509 bessere Lesart für -ακτία.
}}
}}

Latest revision as of 17:08, 24 November 2022

Greek (Liddell-Scott)

δυσαπαλλαξία: ἡ, ἡ δυσκολία πρός ἀπαλλαγὴν ἀπό τινος, ἐπιμονή, Πλάτ. Φιλήβ. 46C· ‒ τὰ χφα παρέχουσι δυσαπαλλακτία, ἀλλ᾿ ἴδε Λοβ. Φρύν. 509.

Russian (Dvoretsky)

δυσαπαλλαξία: v. l. = δυσαπαλλακτία.

German (Pape)

ἡ, nach Lobeck Phryn. p. 509 bessere Lesart für -ακτία.