κοίτα: Difference between revisions

From LSJ

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234
(3)
m (Text replacement - "<br \/>   <b>1<\/b> (?s)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "")
 
Line 1: Line 1:
{{Slater
{{Slater
|sltr=<b>κοίτα</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> sleeping [[with]], [[love]]-[[making]] καὶ [[τότε]] γνοὺς Ἴσχυος Εἰλατίδα ξεινίαν κοίταν (P. 3.32) ἢ ἑτέρῳ λέχει δαμαζομέναν ἔννυχοι πάραγον κοῖται; (sc. Κλυταιμήστραν) (P. 11.25)
|sltr=<b>κοίτα</b> sleeping [[with]], [[love]]-[[making]] καὶ [[τότε]] γνοὺς Ἴσχυος Εἰλατίδα ξεινίαν κοίταν (P. 3.32) ἢ ἑτέρῳ λέχει δαμαζομέναν ἔννυχοι πάραγον κοῖται; (sc. Κλυταιμήστραν) (P. 11.25)
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''κοίτα:''' ἡ дор. = [[κοίτη]].
|elrutext='''κοίτα:''' ἡ дор. = [[κοίτη]].
}}
}}

Latest revision as of 11:30, 3 September 2022

English (Slater)

κοίτα sleeping with, love-making καὶ τότε γνοὺς Ἴσχυος Εἰλατίδα ξεινίαν κοίταν (P. 3.32) ἢ ἑτέρῳ λέχει δαμαζομέναν ἔννυχοι πάραγον κοῖται; (sc. Κλυταιμήστραν) (P. 11.25)

Russian (Dvoretsky)

κοίτα: ἡ дор. = κοίτη.