ὀστρακόχροος: Difference between revisions

From LSJ

Σοφὴ σοφῶν γὰρ γίγνεται συμβουλία → Denn nur von weisen Männern stammt der weise Rat

Menander, Monostichoi, 483
(3b)
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
 
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0400.png Seite 400]] zsgzgn -χρους, mit harter Haut od. Schaale, – auch im acc. ὀστρακόχροα, vom Krebs, Flacc. 4 (VI, 196).
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0400.png Seite 400]] zsgzgn -χρους, mit harter Haut od. Schaale, – auch im acc. ὀστρακόχροα, vom Krebs, Flacc. 4 (VI, 196).
}}
{{elru
|elrutext='''ὀστρᾰκόχροος:''' стяж. ὀστρᾰκό-χρους 2 (acc. ὀστρακόχροα) твердокожий, покрытый скорлупой ([[πάγουρος]] Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 7: Line 10:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὀστρᾰκόχροος:''' -ον ([[χρόα]]), με μεταπλ. αιτ. <i>ὀστρακόχροα</i>, αυτός που έχει τραχιά [[επιδερμίδα]] ή σκληρό [[κέλυφος]], σε Ανθ.
|lsmtext='''ὀστρᾰκόχροος:''' -ον ([[χρόα]]), με μεταπλ. αιτ. <i>ὀστρακόχροα</i>, αυτός που έχει τραχιά [[επιδερμίδα]] ή σκληρό [[κέλυφος]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὀστρᾰκόχροος:''' стяж. ὀστρᾰκό-χρους 2 (acc. ὀστρακόχροα) твердокожий, покрытый скорлупой ([[πάγουρος]] Anth.).
}}
}}

Latest revision as of 21:40, 3 October 2022

German (Pape)

[Seite 400] zsgzgn -χρους, mit harter Haut od. Schaale, – auch im acc. ὀστρακόχροα, vom Krebs, Flacc. 4 (VI, 196).

Russian (Dvoretsky)

ὀστρᾰκόχροος: стяж. ὀστρᾰκό-χρους 2 (acc. ὀστρακόχροα) твердокожий, покрытый скорлупой (πάγουρος Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ὀστρᾰκόχροος: -ον, καὶ αἰτ. κατὰ μεταπλ. ὀστρακόχροα, ὁ ἔχων σκληρὸν δέρμα, Ἀνθ. Π. 9. 196· ― πρβλ. μαλάκια, τά.

Greek Monotonic

ὀστρᾰκόχροος: -ον (χρόα), με μεταπλ. αιτ. ὀστρακόχροα, αυτός που έχει τραχιά επιδερμίδα ή σκληρό κέλυφος, σε Ανθ.