πολιόομαι: Difference between revisions
From LSJ
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
(4) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+):" to "$1 $2, $3:") |
||
Line 3: | Line 3: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''πολιόομαι:''' становиться седым, седеть: πρῶτοι πολιοῦνται οἱ κρόταφοι Arst. первыми седеют виски. | |elrutext='''πολιόομαι:''' [[становиться седым]], [[седеть]]: πρῶτοι πολιοῦνται οἱ κρόταφοι Arst. первыми седеют виски. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 15:03, 20 August 2022
Greek (Liddell-Scott)
πολιόομαι: παθ., γίνομαι ἢ εἶμαι πολιός, ὁ ἄνθρωπος πολιοῦται μόνος Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 5. 1, 32· πρῶτοι πολιοῦνται οἱ κρόταφοι ὁ αὐτ. ἐν Ἀναλυτ. Προτ. 1. 13, 5· τὴν πεπολ. τρίχα Κλήμ. Ἀλ. 262· μεταφ., τῇ συνέσει πεπολιωμένος Achmes Ὀνειροκρ. σ. 19, 30.
Russian (Dvoretsky)
πολιόομαι: становиться седым, седеть: πρῶτοι πολιοῦνται οἱ κρόταφοι Arst. первыми седеют виски.