πολιόομαι

From LSJ

τίς δ' οἶδεν εἰ τὸ ζῆν μέν ἐστι κατθανεῖν, τὸ κατθανεῖν δὲ ζῆν κάτω νομίζεται → who knows if life is death, and if in the underworld death is considered life

Source

Greek (Liddell-Scott)

πολιόομαι: παθ., γίνομαι ἢ εἶμαι πολιός, ὁ ἄνθρωπος πολιοῦται μόνος Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 5. 1, 32· πρῶτοι πολιοῦνται οἱ κρόταφοι ὁ αὐτ. ἐν Ἀναλυτ. Προτ. 1. 13, 5· τὴν πεπολ. τρίχα Κλήμ. Ἀλ. 262· μεταφ., τῇ συνέσει πεπολιωμένος Achmes Ὀνειροκρ. σ. 19, 30.

Russian (Dvoretsky)

πολιόομαι: становиться седым, седеть: πρῶτοι πολιοῦνται οἱ κρόταφοι Arst. первыми седеют виски.