πτεροφόρας: Difference between revisions
(nl) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(10 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=pteroforas | |Transliteration C=pteroforas | ||
|Beta Code=pterofo/ras | |Beta Code=pterofo/ras | ||
|Definition=ου<b class="b3">, ὀ</b>, a name of certain sacred officers in Egypt, so called from the hawk's < | |Definition=-ου<b class="b3">, ὀ</b>, a name of certain sacred officers in Egypt, so called from the hawk's<br><span class="bld">A</span> [[wing worn]] on their heads, nom. pl. πτεροφόραι ''OGI''56.4 (Canopus, iii B.C.), 90.7 (Rosetta, ii B.C.): also -φόροι, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]; cf. [[πτεροφόρος]] ''III'', and [[πτεραφόρος]].<br><span class="bld">II</span> dat. sg. <b class="b3">-φόρᾳ χιλιάρχῳ</b>, perhaps name of a military rank, or = [[πτεροφόρος]] ''ΙΙ'', Men.''Pk.''104, cf. [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] [[sub verbo|s.v.]] [[πτεροφόροι]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[πτεροφόρης]], ὁ, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει φτερά και, [[ιδίως]], ο [[λειτουργός]] στην αρχαία Αίγυπτο ο [[οποίος]] έφερε στο [[κεφάλι]] φτερά γερακιού<br /><b>2.</b> [[προσωνυμία]] στρατιωτικού αξιωματούχου ή στρατιωτικού ταχυδρόμου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> [[πτερόν]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φόρας</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φέρω]]), | |mltxt=και [[πτεροφόρης]], ὁ, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει φτερά και, [[ιδίως]], ο [[λειτουργός]] στην αρχαία Αίγυπτο ο [[οποίος]] έφερε στο [[κεφάλι]] φτερά γερακιού<br /><b>2.</b> [[προσωνυμία]] στρατιωτικού αξιωματούχου ή στρατιωτικού ταχυδρόμου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> [[πτερόν]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φόρας</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φέρω]]), [[πρβλ]]. [[πελτοφόρας]]]. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext= | |elnltext=πτεροφόρας -ου [~ πτεροφόρος] een pluim dragend:. πτεροφόρας χιλίαρχος een chiliarch (commandant van duizend soldaten) met een pluim op zijn helm Men. Peric. 294. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:22, 25 August 2023
English (LSJ)
-ου, ὀ, a name of certain sacred officers in Egypt, so called from the hawk's
A wing worn on their heads, nom. pl. πτεροφόραι OGI56.4 (Canopus, iii B.C.), 90.7 (Rosetta, ii B.C.): also -φόροι, Hsch.; cf. πτεροφόρος III, and πτεραφόρος.
II dat. sg. -φόρᾳ χιλιάρχῳ, perhaps name of a military rank, or = πτεροφόρος ΙΙ, Men.Pk.104, cf. Hsch. s.v. πτεροφόροι.
Greek Monolingual
και πτεροφόρης, ὁ, Α
1. αυτός που έχει φτερά και, ιδίως, ο λειτουργός στην αρχαία Αίγυπτο ο οποίος έφερε στο κεφάλι φτερά γερακιού
2. προσωνυμία στρατιωτικού αξιωματούχου ή στρατιωτικού ταχυδρόμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. πτερόν + -φόρας (< φέρω), πρβλ. πελτοφόρας].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πτεροφόρας -ου [~ πτεροφόρος] een pluim dragend:. πτεροφόρας χιλίαρχος een chiliarch (commandant van duizend soldaten) met een pluim op zijn helm Men. Peric. 294.