πτεραφόρος
From LSJ
Πονηρὸν ἄνδρα μηδέποτε ποιοῦ φίλον (μηδέπω κτήσῃ φίλον) → Tibi numquam amicum facito moratum male → Nimm niemals einen schlechten Mann zum Freunde dir
English (LSJ)
ὁ, = πτεροφόρας, BGU1849.4 (i B.C.), PTeb.298.21 (ii A.D.): written πτερλαφόρος (sic), BGU1196.37 (i B.C.).
Greek Monolingual
ὁ, Α
βλ. πτεροφόρος.