Ρώμη: Difference between revisions

From LSJ

Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid

Menander, Monostichoi, 471
(2b)
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η, / Ῥώμη, ΝΜΑ<br />η σημερινή [[πρωτεύουσα]] της Ιταλίας και [[κράτος]] της αρχαιότητας το οποίο περιλάμβανε, [[εκτός]] από την ομώνυμη [[πόλη]], την Ιταλία και [[ολόκληρο]] τον μεσογειακό κόσμο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>R</i><i>ō</i><i>ma</i>, που [[είναι]] πιθ. ετρουσκικής προελεύσεως].
|mltxt=η, / Ῥώμη, ΝΜΑ<br />η σημερινή [[πρωτεύουσα]] της Ιταλίας και [[κράτος]] της αρχαιότητας το οποίο περιλάμβανε, [[εκτός]] από την ομώνυμη [[πόλη]], την Ιταλία και [[ολόκληρο]] τον μεσογειακό κόσμο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>R</i><i>ō</i><i>ma</i>, που [[είναι]] πιθ. ετρουσκικής προελεύσεως].
}}
}}
{{etym
{{etym
|etymtx=[Ώ]<b class="b3">Ρώμη</b><br />Meaning: <b class="b2">the name of the city of Rome</b><br />Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Latin<br />Etymology: S. h. 2000, LXXIV. 1-2281 (esp. on <b class="b3">ῥωμαϊστής</b>).
|etymtx=[Ώ][[Ρώμη]]<br />Meaning: <b class="b2">the name of the city of Rome</b><br />Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Latin<br />Etymology: S. h. 2000, LXXIV. 1-2281 (esp. on [[ῥωμαϊστής]]).
}}
}}

Latest revision as of 21:45, 29 December 2020

Greek Monolingual

η, / Ῥώμη, ΝΜΑ
η σημερινή πρωτεύουσα της Ιταλίας και κράτος της αρχαιότητας το οποίο περιλάμβανε, εκτός από την ομώνυμη πόλη, την Ιταλία και ολόκληρο τον μεσογειακό κόσμο.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < λατ. Rōma, που είναι πιθ. ετρουσκικής προελεύσεως].

Frisk Etymological English

[Ώ]Ρώμη
Meaning: the name of the city of Rome
Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Latin
Etymology: S. h. 2000, LXXIV. 1-2281 (esp. on ῥωμαϊστής).