ἀλειπτός: Difference between revisions
(nl) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(8 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=aleiptos | |Transliteration C=aleiptos | ||
|Beta Code=a)leipto/s | |Beta Code=a)leipto/s | ||
|Definition= | |Definition=ἀλειπτόν, [[anointed]], [[smeared]], Hdn.Gr.2.472: [[ἀλειπτά]], τά, [[ointments]], Hp.''Liqu.''7. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-όν<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> ἄλειπτον Hdn.Gr.2.472<br />[[untado]] Hdn.Gr.2.472<br /><b class="num">•</b>subst. τὰ ἀ. [[untos]] ἐπίχρισις ἀλειπτῶν Hp.<i>Liqu</i>.7. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀλειπτός''': -όν, ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ [[ἀλείφω]] = ἀληλιμμένος ἢ ἀλοιφῆς ἐπιδεκτικός, Κλήμ. Ἀλ. 240. | |lstext='''ἀλειπτός''': -όν, ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ [[ἀλείφω]] = ἀληλιμμένος ἢ ἀλοιφῆς ἐπιδεκτικός, Κλήμ. Ἀλ. 240. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Latest revision as of 11:29, 25 August 2023
English (LSJ)
ἀλειπτόν, anointed, smeared, Hdn.Gr.2.472: ἀλειπτά, τά, ointments, Hp.Liqu.7.
Spanish (DGE)
-όν
• Alolema(s): ἄλειπτον Hdn.Gr.2.472
untado Hdn.Gr.2.472
•subst. τὰ ἀ. untos ἐπίχρισις ἀλειπτῶν Hp.Liqu.7.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλειπτός: -όν, ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ ἀλείφω = ἀληλιμμένος ἢ ἀλοιφῆς ἐπιδεκτικός, Κλήμ. Ἀλ. 240.
Greek Monolingual
ἄλειπτος, -ον (Α) λείπω
αυτός που δεν υστέρησε ποτέ σε αγώνα, ακατανίκητος.
Greek Monolingual
ἀλειπτός, -όν (Α)
1. αυτός που αλείφτηκε ή είναι κατάλληλος για επάλειψη
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀλειπτόν
μύρο που χρησιμοποιούσαν για ραντισμό στις θυσίες
τὰ ἀλειπτά
φάρμακο για επάλειψη, αλοιφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ρηματ. επίθ. του ρ. ἀλείφω.
ΠΑΡ. μσν. ἀλειπτούτσικον].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ἀλειπτός -ή -όν ἀλείφω ingesmeerd, alleen subst. n. plur. τὰ ἀλειπτά zalfjes.