ουρανοσκόπος: Difference between revisions

From LSJ

ἔξαψις σφοδρὰ μετὰ πολλῆς βίας πίπτουσα ἐπὶ γῆς → a violent flare-up falling on the ground with great force, thunder and lightning

Source
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ο (Α [[οὐρανοσκόπος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που παρατηρεί τον ουρανό<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[ουρανοσκόπος]]<br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] περκόμορφων ιχθύων της οικογένειας ουρανοσκοπίδες, κν. [[λύχνος]] και τσιγαράς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ουρανο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>σκόπος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σκοπός]] <span style="color: red;"><</span> [[σκέπτομαι]]), <b>πρβλ.</b> <i>οιωνο</i>-<i>σκόπος</i>].
|mltxt=-ο (Α [[οὐρανοσκόπος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που παρατηρεί τον ουρανό<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[ουρανοσκόπος]]<br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] περκόμορφων ιχθύων της οικογένειας ουρανοσκοπίδες, κν. [[λύχνος]] και τσιγαράς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ουρανο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>σκόπος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σκοπός]] <span style="color: red;"><</span> [[σκέπτομαι]]), [[πρβλ]]. [[οιωνοσκόπος]]].
}}
}}

Latest revision as of 10:45, 10 May 2023

Greek Monolingual

-ο (Α οὐρανοσκόπος, -ον)
1. αυτός που παρατηρεί τον ουρανό
2. το αρσ. ως ουσ. ο ουρανοσκόπος
ζωολ. γένος περκόμορφων ιχθύων της οικογένειας ουρανοσκοπίδες, κν. λύχνος και τσιγαράς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ουρανο- + -σκόπος (< σκοπός < σκέπτομαι), πρβλ. οιωνοσκόπος].