καθέκαστα: Difference between revisions
Ῥύου δὲ σαυτὸν παντὸς ἐκ φαύλου τρόπου → Ex omni more malefico tete eruas → Bewahre dich vor jeder üblen Lebensart
m (Text replacement - "<i>τα [[" to "τα [[") |
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ") |
||
Line 6: | Line 6: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=τα (AM καθέκαστος, -κάστη, Μ και -καστη, -καστον)<br />(νεοελλ. μόνο το ουδ. πληθ.) τα [[καθέκαστα]]<br />οι μερικότητες, οι λεπτομέρειες ενός θέματος ή γεγονότος ή μιας υπόθεσης («έμαθα τα [[καθέκαστα]] για την [[υπόθεση]]»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> (ως αντων.) ο [[καθένας]] [[χωριστά]]<br /><b>2.</b> (επιρρηματικώς, με ή [[χωρίς]] το ουσ. [[ημέρα]]) καθημερινά (α. «[[καθεκάστην]] ἔτρεχαν, ἐκούρσευαν», Χρον. Τόκκων<br />β. «τὰ ἄπειρα, τὰ γίνονται καθέκαστην ἡμέραν», Απολλ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «ἐν | |mltxt=τα (AM καθέκαστος, -κάστη, Μ και -καστη, -καστον)<br />(νεοελλ. μόνο το ουδ. πληθ.) τα [[καθέκαστα]]<br />οι μερικότητες, οι λεπτομέρειες ενός θέματος ή γεγονότος ή μιας υπόθεσης («έμαθα τα [[καθέκαστα]] για την [[υπόθεση]]»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> (ως αντων.) ο [[καθένας]] [[χωριστά]]<br /><b>2.</b> (επιρρηματικώς, με ή [[χωρίς]] το ουσ. [[ημέρα]]) καθημερινά (α. «[[καθεκάστην]] ἔτρεχαν, ἐκούρσευαν», Χρον. Τόκκων<br />β. «τὰ ἄπειρα, τὰ γίνονται καθέκαστην ἡμέραν», Απολλ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «ἐν τοῖς καθέκαστον» — στα [[μερικά]], στα ατομικά, στα ιδιαίτερα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> «Σύνθετο εκ συναρπαγής» από τη φρ. <i>καθ</i>' <i>ἕκαστον</i>]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''καθέκαστα:''' βλ. [[ἕκαστος]]. | |lsmtext='''καθέκαστα:''' βλ. [[ἕκαστος]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 18:01, 25 March 2021
German (Pape)
[Seite 1283] d. i. καθ' ἕκαστα, im Einzelnen, jedes einzeln, Arist. u. a. Sp., besser getrennt geschrieben. So auch
Greek (Liddell-Scott)
καθέκαστα: ἴδε ἕκαστος.
Greek Monolingual
τα (AM καθέκαστος, -κάστη, Μ και -καστη, -καστον)
(νεοελλ. μόνο το ουδ. πληθ.) τα καθέκαστα
οι μερικότητες, οι λεπτομέρειες ενός θέματος ή γεγονότος ή μιας υπόθεσης («έμαθα τα καθέκαστα για την υπόθεση»)
μσν.
1. (ως αντων.) ο καθένας χωριστά
2. (επιρρηματικώς, με ή χωρίς το ουσ. ημέρα) καθημερινά (α. «καθεκάστην ἔτρεχαν, ἐκούρσευαν», Χρον. Τόκκων
β. «τὰ ἄπειρα, τὰ γίνονται καθέκαστην ἡμέραν», Απολλ.)
αρχ.
φρ. «ἐν τοῖς καθέκαστον» — στα μερικά, στα ατομικά, στα ιδιαίτερα.
[ΕΤΥΜΟΛ. «Σύνθετο εκ συναρπαγής» από τη φρ. καθ' ἕκαστον].
Greek Monotonic
καθέκαστα: βλ. ἕκαστος.