ιξοβόρος: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ σοφὸς ἐν αὑτῷ περιφέρει τὴν οὐσίαν → Qui sapit, is in se cuncta circumfert sua → Der Weise trägt, was er besitzt, in sich herum

Menander, Monostichoi, 404
m (Text replacement - "<i>ἡ [[" to "ἡ [[")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ο (Α [[ἰξοβόρος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[πτηνό]] της οικογένειας κοσσυφίδες ή τουρδίδες<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που τρώει τον καρπό του ιξού («[[κίχλη]] [[ἰξοβόρος]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> ἡ [[ἰξοβόρος]]<br />[[είδος]] πτηνού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἰξός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>βόρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βορά]] <span style="color: red;"><</span> [[βιβρώσκω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>θυμο</i>-<i>βόρος</i>, <i>σαρκο</i>-<i>βόρος</i>].
|mltxt=-ο (Α [[ἰξοβόρος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[πτηνό]] της οικογένειας κοσσυφίδες ή τουρδίδες<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που τρώει τον καρπό του ιξού («[[κίχλη]] [[ἰξοβόρος]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> ἡ [[ἰξοβόρος]]<br />[[είδος]] πτηνού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἰξός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>βόρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βορά]] <span style="color: red;"><</span> [[βιβρώσκω]]), [[πρβλ]]. [[θυμοβόρος]], [[σαρκοβόρος]]].
}}
}}

Latest revision as of 18:05, 23 August 2021

Greek Monolingual

-ο (Α ἰξοβόρος, -ον)
νεοελλ.
πτηνό της οικογένειας κοσσυφίδες ή τουρδίδες
αρχ.
1. αυτός που τρώει τον καρπό του ιξού («κίχλη ἰξοβόρος», Αριστοτ.)
2. το θηλ. ως ουσ.ἰξοβόρος
είδος πτηνού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰξός + -βόρος (< βορά < βιβρώσκω), πρβλ. θυμοβόρος, σαρκοβόρος].