άχερδος: Difference between revisions

From LSJ

ὦ πλοῦτε καὶ τυραννὶ καὶ τέχνη τέχνης ὑπερφέρουσα τῷ πολυζήλῳ βίῳ → o wealth, and tyranny, and supreme skill exceedingly envied in life

Source
m (Text replacement - ">" to ">")
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἄχερδος]], ο, η (Α)<br />[[είδος]] άγριας αχλαδιάς, [[αγριαπιδιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Έχει υποτεθεί ότι συνδέεται με αλβ. <i>darδe</i> «[[αχλάδι]]» ή ότι ανάγεται σε ινδοευρ, <i>ĝher</i>(<i>s</i>)- «υψώνομαι, [[εξέχω]]», μέσω μιας σημασιολογικής εξελίξεως («αγκαθωτοί θάμνοι» > «άγρια [[αχλαδιά]]»), η οποία δεν [[είναι]] πειστική. Πρόκειται [[μάλλον]] για επιτόπια [[λέξη]] που σχετίζεται πιθ. με το πιο εύχρηστο [[αχράς]]].
|mltxt=[[ἄχερδος]], ο, η (Α)<br />[[είδος]] άγριας αχλαδιάς, [[αγριαπιδιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Έχει υποτεθεί ότι συνδέεται με αλβ. <i>darδe</i> «[[αχλάδι]]» ή ότι ανάγεται σε ινδοευρ, <i>ĝher</i>(<i>s</i>)- «υψώνομαι, [[εξέχω]]», μέσω μιας σημασιολογικής εξελίξεως («αγκαθωτοί θάμνοι» > «άγρια [[αχλαδιά]]»), η οποία δεν [[είναι]] πειστική. Πρόκειται [[μάλλον]] για επιτόπια [[λέξη]] που σχετίζεται πιθ. με το πιο εύχρηστο [[αχράς]]].
}}
}}

Latest revision as of 21:55, 29 December 2020

Greek Monolingual

ἄχερδος, ο, η (Α)
είδος άγριας αχλαδιάς, αγριαπιδιά.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Άγνωστης ετυμολ. Έχει υποτεθεί ότι συνδέεται με αλβ. darδe «αχλάδι» ή ότι ανάγεται σε ινδοευρ, ĝher(s)- «υψώνομαι, εξέχω», μέσω μιας σημασιολογικής εξελίξεως («αγκαθωτοί θάμνοι» > «άγρια αχλαδιά»), η οποία δεν είναι πειστική. Πρόκειται μάλλον για επιτόπια λέξη που σχετίζεται πιθ. με το πιο εύχρηστο αχράς].