ανοιδώ: Difference between revisions

From LSJ

ἄλογον δὴ τὸ μήτε μάχης ἄρξασθαι μήτε τοὺς φίλους φυλάξαι, ἐὰν ὑπό γε τῶν βαρβάρων ἀδικῆσθε → It is irrational neither to begin battle nor to guard the friends, if you are ever wronged by the foreigners

Source
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
m (Text replacement - "πνεῡμα" to "πνεῦμα")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἀνοιδῶ (-έω) (Α)<br /><b>1.</b> εξογκώνομαι, [[φουσκώνω]]<br />«κῡμα... ἀνοιδῆσαν» (Ευριπίδης), «πνεῡμα... ἀδυνατοῦν ἔξω πορευθῆναι καὶ τὰ [[ταύτῃ]] φλέβια περιστὰν και ἀνοιδῆσαν» ([[Πλάτων]], για τον αέρα που βρίσκεται [[μέσα]] στο ανθρώπινο [[σώμα]])<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[φουσκώνω]] από θυμό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αν</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[οιδώ]] (-<i>έω</i>) «εξογκώνομαι, [[φουσκώνω]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ανοίδησις]]].
|mltxt=ἀνοιδῶ (-έω) (Α)<br /><b>1.</b> εξογκώνομαι, [[φουσκώνω]]<br />«κῡμα... ἀνοιδῆσαν» (Ευριπίδης), «πνεῦμα... ἀδυνατοῦν ἔξω πορευθῆναι καὶ τὰ [[ταύτῃ]] φλέβια περιστὰν και ἀνοιδῆσαν» ([[Πλάτων]], για τον αέρα που βρίσκεται [[μέσα]] στο ανθρώπινο [[σώμα]])<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[φουσκώνω]] από θυμό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αν</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[οιδώ]] (-<i>έω</i>) «εξογκώνομαι, [[φουσκώνω]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ανοίδησις]]].
}}
}}

Latest revision as of 13:20, 25 March 2021

Greek Monolingual

ἀνοιδῶ (-έω) (Α)
1. εξογκώνομαι, φουσκώνω
«κῡμα... ἀνοιδῆσαν» (Ευριπίδης), «πνεῦμα... ἀδυνατοῦν ἔξω πορευθῆναι καὶ τὰ ταύτῃ φλέβια περιστὰν και ἀνοιδῆσαν» (Πλάτων, για τον αέρα που βρίσκεται μέσα στο ανθρώπινο σώμα)
2. μτφ. φουσκώνω από θυμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α)- + οιδώ (-έω) «εξογκώνομαι, φουσκώνω».
ΠΑΡ. ανοίδησις].