судиться: Difference between revisions

From LSJ

μεγάλα ὠφελήσεσθε πρὸς ἱστορίαν τῶν κοινῶν → that will be of great benefit to you in order to understand public affairs

Source
(ru-m-18-oct)
m (Text replacement - "]] ;;" to "]],")
 
Line 1: Line 1:
{{ruel
{{ruel
|rueltext=[[δικαιολογέω]] ;; [[ἀντιδικέω]] ;; [[διαδικέω]] ;; [[δικάζω]]
|rueltext=[[δικαιολογέω]], [[ἀντιδικέω]], [[διαδικέω]], [[δικάζω]]
}}
}}

Latest revision as of 18:40, 18 October 2019

Russian > Greek

δικαιολογέω, ἀντιδικέω, διαδικέω, δικάζω