δικαιολογέω

From LSJ

Πένης ὑπάρχων μὴ φρόνει τὰ πλουσίων → In paupertate spiritus fuge divitum → Als Armer pflege nicht der Reichen Denkungsart

Menander, Monostichoi, 454

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
seul. prés.
plaider : οἱ δικαιολογοῦντες LUC les avocats;
Moy. δικαιολογέομαι, δικαιολογοῦμαι (f. δικαιολογήσομαι) soutenir son droit, plaider sa cause.
Étymologie: δίκαιος, λέγω³.

Russian (Dvoretsky)

δῐκαιολογέω:
1 вести судебное дело: οἱ δικαιολογοῦντες Luc. судебные поверенные, защитники;
2 med. судиться, вести тяжбу (πρός τινα Polyb., Plut.; περί τινος Plut. и τινι ὑπέρ τινος Luc.).