δικαιολογέω
From LSJ
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
seul. prés.
plaider : οἱ δικαιολογοῦντες LUC les avocats;
Moy. δικαιολογέομαι, δικαιολογοῦμαι (f. δικαιολογήσομαι) soutenir son droit, plaider sa cause.
Étymologie: δίκαιος, λέγω³.
Russian (Dvoretsky)
δῐκαιολογέω:
1 вести судебное дело: οἱ δικαιολογοῦντες Luc. судебные поверенные, защитники;
2 med. судиться, вести тяжбу (πρός τινα Polyb., Plut.; περί τινος Plut. и τινι ὑπέρ τινος Luc.).