Ξενοφώντειος: Difference between revisions
From LSJ
καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer
mNo edit summary |
m (LSJ1 replacement) |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=Ksenofontios | |Transliteration C=Ksenofontios | ||
|Beta Code=*cenofw/nteios | |Beta Code=*cenofw/nteios | ||
|Definition=from [[Xenophon]]: hence Adj. [[Ξενοφώντειος]], [[Ξενοφώντεια]], [[Ξενοφώντειον]], | |Definition=from [[Xenophon]]: hence Adj. [[Ξενοφώντειος]], [[Ξενοφώντεια]], [[Ξενοφώντειον]], [[Xenophonian]], [[of Xenophon]] or [[by Xenophon]], λόγοι D.Chr.18.18. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ξενοφώντειος]], -εία, -ον (Α) [[Ξενοφών]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Ξενοφώντα («λόγων τῶν ξενοφωντείων», Δίων Χρυσ.). | |mltxt=[[ξενοφώντειος]], -εία, -ον (Α) [[Ξενοφών]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Ξενοφώντα («λόγων τῶν ξενοφωντείων», Δίων Χρυσ.). | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:05, 25 August 2023
English (LSJ)
from Xenophon: hence Adj. Ξενοφώντειος, Ξενοφώντεια, Ξενοφώντειον, Xenophonian, of Xenophon or by Xenophon, λόγοι D.Chr.18.18.
Greek Monolingual
ξενοφώντειος, -εία, -ον (Α) Ξενοφών
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Ξενοφώντα («λόγων τῶν ξενοφωντείων», Δίων Χρυσ.).