usefully: Difference between revisions
From LSJ
οὐδέν γε πλὴν ἢ τὸ πέος ἐν τῇ δεξιᾷ → nothing, except for my penis in my right hand | nothing, except what I have in my right hand
m (Woodhouse1 replacement) |
m (Text replacement - "ἐπωφελῶς, εὐχρήστως, λυσιτελούντως, λυσιτελῶς, ὀνησίμως, προὔργου, συμφερόντως, συμφόρως, χρειωδῶς, [[χρ...) |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{Woodhouse1 | {{Woodhouse1 | ||
|Text=[[File: | |Text=[[File:p2.png|right|Woodhouse page for {{PAGENAME}} - Opens in new window|link={{filepath:woodhouse_940.jpg}}]] | ||
===adverb=== | ===adverb=== | ||
[[prose|P.]] and [[verse|V.]] [[προὔργου]], [[prose|P.]] [[συμφόρως]], [[χρησίμως]], [[ὠφελίμως]], [[συμφερόντως]]. | [[prose|P.]] and [[verse|V.]] [[προὔργου]], [[prose|P.]] [[συμφόρως]], [[χρησίμως]], [[ὠφελίμως]], [[συμφερόντως]], [[λυσιτελούντως]], [[εὐχρήστως]], [[χρηστικῶς]], [[ἐπιτηδείως]]. | ||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx=Bulgarian: полезно; Catalan: útilment; Czech: užitečně; Finnish: hyödyllisesti, käytännöllisesti; French: [[utilement]]; Greek: [[χρησίμως]], [[αποτελεσματικά]], [[εποικοδομητικά]]; Ancient Greek: [[ἐπιτηδείως]], [[ἐπωφελῶς]], [[εὐχρήστως]], [[λυσιτελούντως]], [[λυσιτελῶς]], [[ὀνησίμως]], [[προὔργου]], [[συμφερόντως]], [[συμφόρως]], [[χρειωδῶς]], [[χρησίμως]], [[χρηστικῶς]], [[ὠφελίμως]]; Old English: nytlīċe; Portuguese: [[utilmente]]; Spanish: [[útilmente]] | |||
}} | }} |
Latest revision as of 09:08, 12 March 2023
English > Greek (Woodhouse)
adverb
P. and V. προὔργου, P. συμφόρως, χρησίμως, ὠφελίμως, συμφερόντως, λυσιτελούντως, εὐχρήστως, χρηστικῶς, ἐπιτηδείως.
Translations
Bulgarian: полезно; Catalan: útilment; Czech: užitečně; Finnish: hyödyllisesti, käytännöllisesti; French: utilement; Greek: χρησίμως, αποτελεσματικά, εποικοδομητικά; Ancient Greek: ἐπιτηδείως, ἐπωφελῶς, εὐχρήστως, λυσιτελούντως, λυσιτελῶς, ὀνησίμως, προὔργου, συμφερόντως, συμφόρως, χρειωδῶς, χρησίμως, χρηστικῶς, ὠφελίμως; Old English: nytlīċe; Portuguese: utilmente; Spanish: útilmente