Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κυκύϊζα: Difference between revisions

From LSJ

Υἱῷ μέγιστον ἀγαθόν ἐστ' ἔμφρων πατήρ → Prudente patre bonum non maius filio → Dem Sohn ist ein verständiger Vater größtes Gut

Menander, Monostichoi, 525
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "εῑα" to "εῖα")
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kykyiza
|Transliteration C=kykyiza
|Beta Code=kuku/i+za
|Beta Code=kuku/i+za
|Definition=<b class="b3">γλυκεῖα κολόκυντα</b>, and κύκυον· <b class="b3">τὸν σικυόν</b>, Hsch.; cf. Lat.<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[cucumis]].</span>
|Definition=γλυκεῖα [[κολόκυντα]], and [[κύκυον]]· τὸν σικυόν, Hsch.; cf. Lat. [[cucumis]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κυκύϊζα]] (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «γλυκεῑα κολόκυντα».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Οι γλώσσες του Ησυχίου [[κυκύϊζα]] και [[κύκυον]] [[είναι]] αβέβαιης ετυμολ. Προβληματική η σύνδεσή τους με το <i>σικυός</i> «[[αγγούρι]]». Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], συνδέονται με το λατ. <i>cucumis</i> «[[αγγούρι]]»].
|mltxt=[[κυκύϊζα]] (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «γλυκεῖα κολόκυντα».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Οι γλώσσες του Ησυχίου [[κυκύϊζα]] και [[κύκυον]] [[είναι]] αβέβαιης ετυμολ. Προβληματική η σύνδεσή τους με το <i>σικυός</i> «[[αγγούρι]]». Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], συνδέονται με το λατ. <i>cucumis</i> «[[αγγούρι]]»].
}}
}}

Latest revision as of 15:05, 27 September 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κυκύϊζα Medium diacritics: κυκύϊζα Low diacritics: κυκύϊζα Capitals: ΚΥΚΥΪΖΑ
Transliteration A: kykýïza Transliteration B: kykuiza Transliteration C: kykyiza Beta Code: kuku/i+za

English (LSJ)

γλυκεῖα κολόκυντα, and κύκυον· τὸν σικυόν, Hsch.; cf. Lat. cucumis.

Greek (Liddell-Scott)

κυκύϊζα: «γλυκεῖα κολόκυντα» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

κυκύϊζα (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «γλυκεῖα κολόκυντα».
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι γλώσσες του Ησυχίου κυκύϊζα και κύκυον είναι αβέβαιης ετυμολ. Προβληματική η σύνδεσή τους με το σικυός «αγγούρι». Κατ' άλλη άποψη, συνδέονται με το λατ. cucumis «αγγούρι»].