ἀκράδαντος: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=akradantos | |Transliteration C=akradantos | ||
|Beta Code=a)kra/dantos | |Beta Code=a)kra/dantos | ||
|Definition= | |Definition=ἀκράδαντον, ([[κραδαίνομαι]]) [[unshaken]], Ph.2.136, etc. Adv. [[ἀκραδάντως]] 1.352, Nicom.''Harm.''4. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[inconmovible]], [[inamovible]], [[δύναμις]] Ph.1.249, cf. Hsch., Phot.α 832, <i>An.Bachm</i>.1.55<br /><b class="num">•</b>subst. [[τὸ ἀκράδαντον]] Ph.1.598.<br /><b class="num">2</b> [[inalterable]] νόμιμα Ph.2.136, cf. Cyr.Al.M.70.124B, <i>Nest</i>.5.4.<br /><b class="num">3</b> [[no alterado]] σῶμα οἴνῳ Clem.Al.<i>Paed</i>.2.2.22.<br /><b class="num">II</b> adv. [[ἀκραδάντως]] = [[inconmoviblemente]] Ph.1.352, Nicom.<i>Harm</i>.4. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀκράδαντος''': -ον, (κραδαίνομαι) ἄσειστος, Φίλων 2. 126, κτλ. ― Ἐπίρρ. -τως, Νικομ. Ἁρμ. σ. 8. | |lstext='''ἀκράδαντος''': -ον, (κραδαίνομαι) ἄσειστος, Φίλων 2. 126, κτλ. ― Ἐπίρρ. -τως, Νικομ. Ἁρμ. σ. 8. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκράδαντος]], -ον) [[κραδαίνω]]<br />αυτός που δεν κλονίζεται, [[άσειστος]], [[ακλόνητος]], [[ατράνταχτος]]. | |mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκράδαντος]], -ον) [[κραδαίνω]]<br />αυτός που δεν κλονίζεται, [[άσειστος]], [[ακλόνητος]], [[ατράνταχτος]]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=<i>[[unerschüttert]]</i>, Phil. und Sp. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:25, 25 August 2023
English (LSJ)
ἀκράδαντον, (κραδαίνομαι) unshaken, Ph.2.136, etc. Adv. ἀκραδάντως 1.352, Nicom.Harm.4.
Spanish (DGE)
-ον
I 1inconmovible, inamovible, δύναμις Ph.1.249, cf. Hsch., Phot.α 832, An.Bachm.1.55
•subst. τὸ ἀκράδαντον Ph.1.598.
2 inalterable νόμιμα Ph.2.136, cf. Cyr.Al.M.70.124B, Nest.5.4.
3 no alterado σῶμα οἴνῳ Clem.Al.Paed.2.2.22.
II adv. ἀκραδάντως = inconmoviblemente Ph.1.352, Nicom.Harm.4.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκράδαντος: -ον, (κραδαίνομαι) ἄσειστος, Φίλων 2. 126, κτλ. ― Ἐπίρρ. -τως, Νικομ. Ἁρμ. σ. 8.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀκράδαντος, -ον) κραδαίνω
αυτός που δεν κλονίζεται, άσειστος, ακλόνητος, ατράνταχτος.
German (Pape)
unerschüttert, Phil. und Sp.