λυσιμάχειος: Difference between revisions
From LSJ
ἔγνω δὲ φώρ τε φῶρα καὶ λύκος λύκον → the thief knows the thief and the wolf knows the wolf, and thief knows thief and wolf his fellow wolf, set a thief to catch a thief
m (LSJ1 replacement) |
|||
(4 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=lysimacheios | |Transliteration C=lysimacheios | ||
|Beta Code=lusima/xeios | |Beta Code=lusima/xeios | ||
|Definition=[ | |Definition=[ᾰ], α, ον,<br><span class="bld">A</span> of [[Lysimachus]], χρυσοῦς ''IG''11(2).287 ''B'' 46 (Delos, iii B. C.), written -εος.<br><span class="bld">II</span> Subst. [[λυσιμάχειος]], ὁ, [[loose-strife]], [[Lysimachia vulgaris]], Dsc.4.3, Gal. 12.64; also [[λυσιμάχειον]], τό, Paul.Aeg.7.3. (Freq. written [[λυσιμάχιον]] in codd.) | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[λυσιμάχειος]], και λυσιμάχεος -α, -ον (Α) [[Λυσίμαχος]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Λυσίμαχο<br /><b>2.</b> (το αρσ. και το ουδ. ως ουσ.) ὁ [[λυσιμάχειος]], <i>τὸ λυσιμάχειον</i><br />[[είδος]] βοτάνου. | |mltxt=[[λυσιμάχειος]], και λυσιμάχεος -α, -ον (Α) [[Λυσίμαχος]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Λυσίμαχο<br /><b>2.</b> (το αρσ. και το ουδ. ως ουσ.) ὁ [[λυσιμάχειος]], <i>τὸ λυσιμάχειον</i><br />[[είδος]] βοτάνου. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:36, 25 August 2023
English (LSJ)
[ᾰ], α, ον,
A of Lysimachus, χρυσοῦς IG11(2).287 B 46 (Delos, iii B. C.), written -εος.
II Subst. λυσιμάχειος, ὁ, loose-strife, Lysimachia vulgaris, Dsc.4.3, Gal. 12.64; also λυσιμάχειον, τό, Paul.Aeg.7.3. (Freq. written λυσιμάχιον in codd.)
Greek Monolingual
λυσιμάχειος, και λυσιμάχεος -α, -ον (Α) Λυσίμαχος
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Λυσίμαχο
2. (το αρσ. και το ουδ. ως ουσ.) ὁ λυσιμάχειος, τὸ λυσιμάχειον
είδος βοτάνου.