σανιδωτός: Difference between revisions

From LSJ

κρειττότερον ἐστὶν εἰδέναι ἐν μέσῃ τῇ Πόλει φακιόλιον βασιλεῦον Τούρκου, ἢ καλύπτραν λατινικήν → I would rather see a Turkish turban in the midst of the City than the Latin mitre

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1, $2")
m (LSJ1 replacement)
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=sanidotos
|Transliteration C=sanidotos
|Beta Code=sanidwto/s
|Beta Code=sanidwto/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[planked]], [[boarded over]], <span class="bibl">LXX <span class="title">Ex.</span>27.8</span>, al.</span>
|Definition=σανιδωτή, σανιδωτόν, [[planked]], [[boarded over]], [[LXX]] ''Ex.''27.8, al.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 11:45, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σᾰνιδωτός Medium diacritics: σανιδωτός Low diacritics: σανιδωτός Capitals: ΣΑΝΙΔΩΤΟΣ
Transliteration A: sanidōtós Transliteration B: sanidōtos Transliteration C: sanidotos Beta Code: sanidwto/s

English (LSJ)

σανιδωτή, σανιδωτόν, planked, boarded over, LXX Ex.27.8, al.

German (Pape)

[Seite 861] mit Brettern bedeckt, mit einem Verdecke von Brettern versehen, LXX.

Greek (Liddell-Scott)

σᾰνῐδωτός: -ή, -όν, ὁ ὑπὸ σανίδων κεκαλυμμένος, πατωμένος μὲ σανίδια, Ἑβδ. (Ἔξοδ. ΚΖ΄, 8, κ. ἀλλ.).

Greek Monolingual

-ή, -ό / σανιδωτός, -ή, -όν, ΝΑ σανιδῶ
στρωμένος, καλυμμένος ή κατασκευασμένος με σανίδες
αρχ.
(κυρίως για πλοίο) αυτός που έχει σανιδένιο κατάστρωμα.