ἀφυώδης: Difference between revisions
From LSJ
Βουλόμεθα πλουτεῖν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Ditescere omnes volumus, at non possumus → Wir wollen alle reich sein, doch wir können's nicht
m (LSJ1 replacement) |
|||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=afyodis | |Transliteration C=afyodis | ||
|Beta Code=a)fuw/dhs | |Beta Code=a)fuw/dhs | ||
|Definition= | |Definition=ἀφυῶδες, [[whitish]], like an [[ἀφύη]], [[χρῶμα]] Hp.''Mul.''2.110,116. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ες [[blancuzco]] χρῶμα Hp.<i>Mul</i>.2.110, 116. | |dgtxt=-ες [[blancuzco]] χρῶμα Hp.<i>Mul</i>.2.110, 116. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἀφυώδης''': -ες, ([[εἶδος]]), [[ἀφυῶδες]] [[χρῶμα]], τῷ ἀφύης χρώματι ἐοικός, Ἱππ. 638. 20., 641. 12. | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀφυώδης]], -ες (Α) [[αφύη]]<br />αυτός που μοιάζει με την [[αφύη]], που έχει το ίδιο ([[λευκό]]) [[χρώμα]]. | |mltxt=[[ἀφυώδης]], -ες (Α) [[αφύη]]<br />αυτός που μοιάζει με την [[αφύη]], που έχει το ίδιο ([[λευκό]]) [[χρώμα]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 06:30, 26 August 2023
English (LSJ)
ἀφυῶδες, whitish, like an ἀφύη, χρῶμα Hp.Mul.2.110,116.
Spanish (DGE)
-ες blancuzco χρῶμα Hp.Mul.2.110, 116.
Greek (Liddell-Scott)
ἀφυώδης: -ες, (εἶδος), ἀφυῶδες χρῶμα, τῷ ἀφύης χρώματι ἐοικός, Ἱππ. 638. 20., 641. 12.
Greek Monolingual
ἀφυώδης, -ες (Α) αφύη
αυτός που μοιάζει με την αφύη, που έχει το ίδιο (λευκό) χρώμα.