δαϊκτός: Difference between revisions

From LSJ

ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=daiktos
|Transliteration C=daiktos
|Beta Code=dai+kto/s
|Beta Code=dai+kto/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[to be slain]], <span class="bibl">Orph.<span class="title">A.</span> 976</span>.</span>
|Definition=δαϊκτή, δαϊκτόν, to [[be slain]], Orph.''A.'' 976.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν [[que corroe]] φθόνος <i>Anacreont</i>.42.10.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''δᾰϊκτός''': -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ [[δαΐζω]], ὁ δυνάμενος νὰ φονευθῇ, Ὀρφ. Ἀργ. 974.
|lstext='''δᾰϊκτός''': -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ [[δαΐζω]], ὁ δυνάμενος νὰ φονευθῇ, Ὀρφ. Ἀργ. 974.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν [[que corroe]] φθόνος <i>Anacreont</i>.42.10.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δαϊκτός]], -ή, -όν (Α)<br />αυτός που [[είναι]] δυνατόν να φονευθεί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δαΐζω]] (Ι).<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Β' συνθετικό) [[αδάικτος]], [[ανδροδάικτος]], [[αρτιδάικτος]], [[αυτοδάικτος]], [[ημιδάικτος]], [[λουτροδάικτος]], <i>πυργοδάικτος</i>, <i>χειροδάικτος</i>, <i>ωμοδάικτος</i>].
|mltxt=[[δαϊκτός]], -ή, -όν (Α)<br />αυτός που [[είναι]] δυνατόν να φονευθεί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δαΐζω]] (Ι).<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Β' συνθετικό) [[αδάικτος]], [[ανδροδάικτος]], [[αρτιδάικτος]], [[αυτοδάικτος]], [[ημιδάικτος]], [[λουτροδάικτος]], <i>πυργοδάικτος</i>, <i>χειροδάικτος</i>, <i>ωμοδάικτος</i>].
}}
}}

Latest revision as of 12:22, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δᾰϊκτός Medium diacritics: δαϊκτός Low diacritics: δαϊκτός Capitals: ΔΑΪΚΤΟΣ
Transliteration A: daïktós Transliteration B: daiktos Transliteration C: daiktos Beta Code: dai+kto/s

English (LSJ)

δαϊκτή, δαϊκτόν, to be slain, Orph.A. 976.

Spanish (DGE)

-ή, -όν que corroe φθόνος Anacreont.42.10.

German (Pape)

[Seite 514] zu vernichten, Orph. Arg. 919, l. d.

Greek (Liddell-Scott)

δᾰϊκτός: -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ δαΐζω, ὁ δυνάμενος νὰ φονευθῇ, Ὀρφ. Ἀργ. 974.

Greek Monolingual

δαϊκτός, -ή, -όν (Α)
αυτός που είναι δυνατόν να φονευθεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δαΐζω (Ι).
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) αδάικτος, ανδροδάικτος, αρτιδάικτος, αυτοδάικτος, ημιδάικτος, λουτροδάικτος, πυργοδάικτος, χειροδάικτος, ωμοδάικτος].